εναισιος

εναισιος
    ἐναίσιος
    2
    Aesch., Soph. = ἐναίσιμος См. εναισιμος 3, 4

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εναισιος" в других словарях:

  • εναίσιος — ἐναίσιος, ον (Α) εναίσιμος 1. αίσιος, ευμενής, ευοίωνος («καὶ ἦν πρὸς αὐτὰς [τὰς διαψηφίσεις] ἀεὶ διοσημεία, εἴτε ἐναίσιον εἴτε ἐξαίσιον ἐγένετο», Δίων Κ.) 2. δίκαιος, χρηστός («ἐναισίου δὲ σοῦ τύχοιμι», Σοφ.) 3. πρέπων, αρμόδιος, κατάλληλος… …   Dictionary of Greek

  • ἐναίσιον — ἐναίσιος masc/fem acc sg ἐναίσιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναισίοις — ἐναίσιος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναισίου — ἐναίσιος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναισίους — ἐναίσιος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναισίῳ — ἐναίσιος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναίσιοι — ἐναίσιος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίσιος — ια, ιο (Α αἴσιος, ία, ιον) αυτός που προμηνύει κάτι καλό, ευνοϊκός, ευοίωνος (κυρίως για οιωνούς) νεοελλ. (για καταστάσεις) ευτυχής, χαρούμενος αρχ. κατάλληλος, ταιριαστός, δίκαιος, σωστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἶσα βλ. λ.. ΠΑΡ. αρχ. αἰσιοῦμαι. ΣΥΝΘ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»